Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαβωμός — ο (Μ λαβωμός) [λαβώνω] 1. τραυματισμός, ιδίως από όπλο 2. μτφ. ψυχικός πόνος ή ψυχικό τραύμα … Dictionary of Greek
λάβωσις — λάβωσις, ἡ (Μ) [λαβώνω] τραυματισμός, λαβωμός … Dictionary of Greek